- πολτοποιώ
- πολτοποιῶ, -έω, ΝΑμεταβάλλω κάτι σε πολτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολτός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. υγρο-ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολτοποιώ — πολτοποιώ, πολτοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πολτοποιώ — πολτοποίησα, πολτοποιήθηκα, πολτοποιημένος, κάνω κάτι πολτό ή σαν πολτό: Έπεσε από το πέμπτο πάτωμα και το σώμα του πολτοποιήθηκε στο πεζοδρόμιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… … Dictionary of Greek
λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… … Dictionary of Greek
πολτοποίηση — η, Ν η μετατροπή σε πολτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολτοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. πολτοποίησις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χυλοποιώ — χυλοποιῶ, έω, ΝΜΑ, και μτγν. τ. παθ. χιλοποιοῡμαι, έομαι, Α μεταβάλλω σε χυλό κατά την πέψη νεοελλ. πολτοποιώ αρχ. παθ. μετατρέπομαι σε χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + ποιώ*] … Dictionary of Greek
χυλώνω — χυλῶ, όω, ΝΜΑ [χυλός] μετατρέπω σε χυλό, πολτοποιώ νεοελλ. (αμτβ.) μετατρέπομαι σε χυλό, πολτοποιούμαι («τα φασόλια χυλώσανε») μσν. 1. αφαιρώ τον χυμό από καρπό ή φυτό («μῆλα χυλώσαντες», Γεωπ.) 2. ραντίζω, διαβρέχω με χυλό … Dictionary of Greek
λιώνω — έλιωσα, λιωμένος 1. μτβ., μεταβάλλω ένα στερεό σε υγρό, ρευστοποιώ, πολτοποιώ: Έβαλα στη σάλτσα λιωμένο σκόρδο. 2. αμτβ., εξαντλούμαι, κουράζομαι: Έλιωσα από τη ζέστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)